καπυρός

καπυρός
καπυρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που έχει ξηρανθεί στον αέρα, στον ήλιο, στη φωτιά ή με κάπνισμα («ἄλευρον καὶ ἄλφιτον καπυρόν», Αριστοτ.)
2. αυτός που υπερθερμαίνει και αποξηραίνει το σώμα, αυτός που στεγνώνει το κορμί («ἀλλά μέ τις καπυρὰ νόσος ἐξελάπαξεν», Θεόκρ.)
3. (για ήχο) αυτός που ακούγεται σαν να προέρχεται από πράγματα ξερά τα οποία συγκρούονται
4. (για γέλιο) δυνατός («καπυρὸς ἐξεχύθη γέλως», Αλκίφρ.)
5. καλλίφωνος («καπυρὸν στόμα», Θεόκρ.)
6. άσεμνος, χυδαίος («τὰς καπυρωτέρας ᾠδὰς ἀσπάζεται μᾱλλον τῶν ἐσπουδασμένων», Αθήν.)
7. εύθραυστος, εύθρυπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. καπ- (τού καπ-νός) με παρέκταση -υ- και επίθημα -ρός. Κατ' άλλους, η λ. δεν συνδέεται με τον τ. καπνός και ερμηνεύεται εσφαλμένα από *καταπυρός, με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καπυρός — dried by the air masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπυρά — καπυρός dried by the air neut nom/voc/acc pl καπυρά̱ , καπυρός dried by the air fem nom/voc/acc dual καπυρά̱ , καπυρός dried by the air fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπυρῶν — καπυρός dried by the air fem gen pl καπυρός dried by the air masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπυρόν — καπυρός dried by the air masc acc sg καπυρός dried by the air neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπυρώτατον — καπυρός dried by the air masc acc superl sg καπυρός dried by the air neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπυραί — καπυρός dried by the air fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπυροῖσιν — καπυρός dried by the air masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπυρούς — καπυρός dried by the air masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπύρ' — καπυρά , καπυρός dried by the air neut nom/voc/acc pl καπυρά̱ , καπυρός dried by the air fem nom/voc/acc dual καπυρά̱ , καπυρός dried by the air fem nom/voc sg (attic doric aeolic) καπυρέ , καπυρός dried by the air masc voc sg καπυραί , καπυρός… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρόμβος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ κόνδυλος, και ὁ καπυρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το κράμβος «ξηρός, καπυρός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”